|
η 1) сукно; 2) пройдоха; === δέν χάνω ούτε ~ ούτε ραφτικά — погов. [phrase]я ничем не рискую, я ничего не теряю[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сукно? — τσόχα как на (ново)греческом будет слово пройдоха? — τσόχα как с (ново)греческого переводится слово τσόχα? — сукно, пройдоха — δράνα — αντανακλομαι — αλωνιστής — αφορισμός — Μαυροβουνιώτισσα — αρχιερέας — ασεμνολόγος — νεομπαρόκ — καθολική — μηλόπιτα — αξεχώριστος — δονζουύν — ξεμάκρεμα — ακόμιστος — βαμβακοκαλλιέργεια — διασκορπίζω — βρίξιμο — κοντοκλότσης — ωκεάνιος — οκτωβριάτικος — επίνοια |
|||