Новогреческий словарь
φέτα
φέτα
η 1)
ломтик
;
2) :
(τυρί) ~ — брынза
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ломтик
? —
φέτα
как с
(ново)греческого
переводится слово
φέτα
? — ломтик
#
(ново)греческий словарь
—
περίαπτον
—
αρχοντοπαίδι
—
κρεοκόπτης
—
υποχρεωμένος
—
ολομέλεια
—
ξύπνημα
—
ζευγάριασμα
—
πικρομύγδαλο
—
ψαρική
—
εμπυΐσκομαι
—
οικοδομημένος
—
συρταρωτός
—
καθημερινά
—
εκδότης
—
ταλέντο
—
κατοικημένος
—
γεωγραφία
—
εμβρόντητος
—
παιδεία
—
παράτονος
—
φράσσω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве