Новогреческий словарь
αναγιγνώσκω
αναγιγνώσκω
(αόρ. ανέγνωσα, ανέγνων, παθ. αόρ. ανεγνώσθην)
читать
;
~ μεγαλοφώνως — читать вслух
;
~ καθ' εαυτόν — читать про себя
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
читать
? —
αναγιγνώσκω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αναγιγνώσκω
? — читать
#
(ново)греческий словарь
—
σπεσιαλιτέ
—
στάλος
—
φαντός
—
παραμακρύνω
—
ακατασίγαστος
—
μοντερνίζω
—
υπαλληλίσκος
—
ανθοκομία
—
συνεκδοχικά
—
διυφαίνω
—
κόμμωση
—
φαμελιά
—
μουγγρί
—
ντοπιολαλιά
—
γέννηση
—
ώχρα
—
πτύσμα
—
πηγούνι
—
μούχλας
—
απειρώνυμος
—
υποψήφιος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве