Новогреческий словарь
τιμάριθμος
τιμάριθμ|ος
ο эк.
индекс
;
~ κόστους (или ακριβείας) ζωής — индекс стоимости жизни
;
~ λιανικής (χονδρικής) πωλήσεως — индекс розничной (оптовой) торговли
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
индекс
? —
τιμάριθμος
как с
(ново)греческого
переводится слово
τιμάριθμος
? — индекс
#
(ново)греческий словарь
—
παρήλιξ
—
τρισέγγονο
—
Σλαύος
—
καλίγα
—
αχιβάδα
—
ζύγιση
—
ρυπαρογράφημα
—
πτωχοπροδρομισμός
—
άμυαλος
—
νυμφίος
—
υπερήφανος
—
πρεζάρισμα
—
αντικειμενικότητα
—
εξέχων
—
βακχικός
—
ξανθοτρίχης
—
μακροπρόθεσμα
—
συμβολισμός
—
ανθρακέμπορος
—
ονυχοφυία
—
γερανιός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве