|
η авиационный полк #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово авиационный полк? — σμηναρχία как с (ново)греческого переводится слово σμηναρχία? — авиационный полк — λοφώδης — εκπόμπβυση — μπανιάρω — λαντώ — κοσμολογικός — στούμπι — επιτετραμμένος — ματσουκιά — αποπλύνω — διαφεντευτής — κόγχη — φορτωμένος — μυγόχεσμα — ντιλεττάντικος — πλινθοκεραμοποιός — ανορμοστία — αγγουρόνερο — πεύκο — ζυμωτό — ευθυκρισία — αποκομέννος |
|||