|
веять (зерно) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово веять? — αναλικνίζω как с (ново)греческого переводится слово αναλικνίζω? — веять — ανοιχτήρι — ανειλικρίνεια — πιτυρόλουτρο — ιερείον — προσδοκώ — δημητριακά — επωάζω — γουρνιάζω — δροσιστικός — κιβδηλοποιείον — επανατάκτης — λιόδεντρο — ξεφουρνίζω — νεοελληνική — θερμαντικότητα — παραγοντοποίηση — άρμπορο — σκέτος — τελετουργία — εξυγιάζω — αμαρτωλός |
|||