|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συμπτύσσομαι? — — νύφαρο — εμβιβάζω — βαλκανολόγος — κλιμάκωση — δεκαμερής — δίπτυχος — μπετό — αξάμωτος — κόρτε — άμισθος — αψέκαστος — ινδοευρωπαϊκός — κονεύω — ολονυχτία — γομώνω — χόρτασα — λυκειόπαιδο — εδράζομαι — βραδύτητα — χάιδι — γαιομισθωτής |
|||