Новогреческий словарь
φορμαρισμένος
φορμαρισμέν|ος
спорт., мед.
находящийся в форме
;
πολύ ~η ομάδα — команда(__,__) находящаяся в хорошей форме
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
находящийся в форме
? —
φορμαρισμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
φορμαρισμένος
? — находящийся в форме
#
(ново)греческий словарь
—
οργάζω
—
αδικοβγάλτισσα
—
εως
—
ποντικοκούραδα
—
ανταρτόπληκτος
—
κοτάω
—
αναφτος
—
υποτιμώμαι
—
αμμοχαλικόστρωτος
—
εκπληκτικός
—
μαδριγάλιον
—
κεφαλαιοκράτης
—
ψυχοτεχνικός
—
αμοίχεοτος
—
αμετάπλαστος
—
ανάσχεση
—
καθεστηκώς
—
στεατίτης
—
κεντήστρα
—
φούσκος
—
μουρλαμάρα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве