|
το раковина, ракушка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово раковина? — χαβαρικό как на (ново)греческом будет слово ракушка? — χαβαρικό как с (ново)греческого переводится слово χαβαρικό? — раковина, ракушка — προσεπικαλούμαι — στηθοκατάρρους — αυταρέσκεια — παλληκαρίσιος — αμασκάλη — πιδεξιωσύνη — δημόσιος — φαλιρημένος — συμμοιράζω — συμφιλία — ορθούμαι — μαντολίνο — λατομείο — στρατιωτικός — χολιάω — ερμηνεύσιμος — ηλέκτριση — σφυράκι — διάθερμος — κουτουλίζω — καψικόν |
|||