|
η внешность, видимость; === κατ' ~ιν — только для виду; только висите #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово внешность? — επίφαση как на (ново)греческом будет слово видимость? — επίφαση как с (ново)греческого переводится слово επίφαση? — внешность, видимость — γαιοκτήμονας — τσικνίζω — γούστο — αντικειμενικότητα — θρύβω — υπνώτιση — έγινα — χωματουργός — γαϊδουροκαθίζω — μπουρνέλα — σκουριασμένος — πιερόττος — τραγουδοποιός — υπερηφανεύομαι — μετεωρίζω — συκοφάντης — αφέντης — εξακριβωτικός — συγκλητικός — γλυτωμός — πλαστότητα |
|||