Новогреческий словарь
αντεπιτίθεμαι
αντεπιτίθεμαι
(αόρ. αντεπετέθην) прям., перен.
контратаковать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
контратаковать
? —
αντεπιτίθεμαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
αντεπιτίθεμαι
? — контратаковать
#
(ново)греческий словарь
—
λογοτέχνημα
—
γιαγέρνω
—
ατίναχτος
—
άδοτος
—
γαντώνομαι
—
ιπποτρόφος
—
βραδιάζω
—
μεταμαγεία
—
διακωδοινίζω
—
σμαράγδι
—
οικοπεδοφάγος
—
πρωτοκαθεδρία
—
παπικός
—
σείσιμο
—
περίσσεμα
—
ξεσκεπάζομαι
—
ψυχογιός
—
πολεμικόν
—
παιδάριο
—
ενυδάτωση
—
μεσοδόκι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве