Новогреческий словарь
πενταπλάσιος
πενταπλάσι|ος
пятикратный
;
στό ~ο — в пять раз
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пятикратный
? —
πενταπλάσιος
как с
(ново)греческого
переводится слово
πενταπλάσιος
? — пятикратный
#
(ново)греческий словарь
—
αποϋφαίνω
—
καταισχύνη
—
συζώ
—
τεσσερισήμισι
—
ανακωχεύω
—
συρτάκι
—
πλήρωμα
—
αραλίκι
—
θειάφισμα
—
ανισόρροπος
—
ανύμφευτος
—
παιδεύομαι
—
βρεφοκόμος
—
συναίνεση
—
παραγεμισμένος
—
δισκίο
—
αφούρκιστος
—
χασμώμαι
—
στρίγγλικος
—
συντελούμαι
—
μουνούχι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве