Новогреческий словарь
κτείνω
κτείνω
(αόρ. έκτεινα)
убивать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
убивать
? —
κτείνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
κτείνω
? — убивать
#
(ново)греческий словарь
—
ψώριασμα
—
σουριστής
—
τοξικότητα
—
τσιρίσι
—
σά
—
ομόλογο
—
ουρανόχρους
—
αντιστάτης
—
ιατρός
—
γαλήνευμα
—
ταβάνι
—
θανατερός
—
απροβούλευτος
—
δεκατέσσερις
—
μικροβιομετρία
—
καπνοκοπτήριο
—
αγγλόφιλος
—
αδενοκαρκίνωμα
—
ψαλίδωμα
—
συμπίπτω
—
περίσχεσις
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве