|
η работоспособность; трудолюбие #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово работоспособность? — εργατικότητα как на (ново)греческом будет слово трудолюбие? — εργατικότητα как с (ново)греческого переводится слово εργατικότητα? — работоспособность, трудолюбие — μολυβδουργός — αφόρετος — μετερίζι — αλογόμυϊα — δίμορφος — μονόδρομος — καθηγήτρια — απολλύομαι — κατιτί — πωρούμαι — ταχύνους — ιστοθέτησις — α- — χαρτοποιία — άγραφτος — μήνιγξ — Απρίλης — οργανάκι — Σαββατοκύριακο — φτεροκοπώ — βαθύσκαπτος |
|||