|
το либретто #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово либретто? — λιμπρέττο как с (ново)греческого переводится слово λιμπρέττο? — либретто — πρωτότυπος — θριαμβεύτρια — αναβλητικός — υδροληψία — άδειασμα — μαστοφόρος — εκφραστικός — φλόμος — κατακρατώ — πληροφορία — κάρυον — μαναράκι — ευάριθμος — διερωτώ — αναλυτικότερα — ανομισθώνω — αγαλματολατρεία — εργατόπαιδο — σύνθλαση — ετεροίωση — αφροξυλιά |
|||