Новогреческий словарь
βραδυκίνητος
βραδυκίνητ|ος
медлительный, неповоротливый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
медлительный
? —
βραδυκίνητος
как на
(ново)греческом
будет слово
неповоротливый
? —
βραδυκίνητος
как с
(ново)греческого
переводится слово
βραδυκίνητος
? — медлительный, неповоротливый
#
(ново)греческий словарь
—
κολόνα
—
βοηθώ
—
ηλικιωμένος
—
ανθοκομείο
—
αδιπλάριστος
—
αστούμπιστος
—
κατηγορούμενος
—
προβατάρισσα
—
πονόκοιλος
—
ταξιδιωτικός
—
αυτοκτόνος
—
λιπομαρτυρία
—
υδατάνθραξ
—
τσικνουδόσουπα
—
αρνησίπατριδα
—
επώκησα
—
μισοούρανα
—
ατραγούδητος
—
γεμάτα
—
ευδίαιοι
—
ριζοφάγος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве