Новогреческий словарь
θεήλατος
θεήλατ|ος
роковой, фатальный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
роковой
? —
θεήλατος
как на
(ново)греческом
будет слово
фатальный
? —
θεήλατος
как с
(ново)греческого
переводится слово
θεήλατος
? — роковой, фатальный
#
(ново)греческий словарь
—
ηδονολάτρης
—
άρραβος
—
ψαίνομαι
—
ερεβώδης
—
εξαθλιωμένος
—
ρυθμολογία
—
πολυτονικός
—
τρελαμένος
—
αναποδίζω
—
καρδιοτονωτικός
—
αμπορμπέριστος
—
βακτηριολογικός
—
πτωχοκομείο
—
πιομένος
—
παγοπώλης
—
αφιερωτικός
—
ερωτοδιωματόρης
—
αμυλοσάκχαρο
—
ακρεοφάγος
—
αποσπαργάνωμα
—
επάνοδος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω