Новогреческий словарь
αυξησιμετρία
αυξησιμετρία
η
измерение роста
(живого организма)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
измерение роста
? —
αυξησιμετρία
как с
(ново)греческого
переводится слово
αυξησιμετρία
? — измерение роста
#
(ново)греческий словарь
—
πυρόλιθος
—
φιλόπατρις
—
κοσμοσύχναστος
—
συγκλίνων
—
δωδεκάωρο
—
λιβανωτόν
—
δίκελλα
—
οινοπνευματοποιείο
—
δωδεκαπλος
—
τριγλί
—
αναφούφουλος
—
αναμετρώ
—
ραδιοφωνικός
—
βισμούθιο
—
ανοίγω
—
εμβολίζω
—
ανεμοτροχός
—
καταμεσήμερα
—
αναγλύφω
—
γρουσούζης
—
νταλκαβούκης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве