Новогреческий словарь
γερονταφήνω
γερονταφήνω
:
δέν ~ει... — [phrase]и в старости не перестаёт[/phrase], не бросает (привычки и т. п.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
γερονταφήνω
? —
#
(ново)греческий словарь
—
υποδουλωτής
—
λωρίον
—
δώνομαι
—
βενζινόκολλα
—
αδιαοκόρπιστος
—
θεοκρασία
—
διακατοχή
—
κατευθυντήριος
—
άλλοθι
—
σβαρνάω
—
ασημί
—
διασφίγγω
—
μαγκούφης
—
καθιζάνω
—
επιπεδόκυρτος
—
ωτορινολαρυγγολογίο
—
πενηντάχρονη
—
ξεψαρωμένος
—
επιστητόν
—
σηροτρόφος
—
βετούλι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве