|
(-εως) η уст. захват в плен #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово захват в плен? — ζώγρησις как с (ново)греческого переводится слово ζώγρησις? — захват в плен — ηφαιστειακός — φορτωτήρα — παρηγορούμαι — απομωραίνομαι — πρωθιερέας — φαγώσιμα — υλοζωία — ιεροδιάκονος — αξιότιμος — λέλεκας — ατημελησία — μεσιακός — ηχοληψία — αχλύς — ανάδεση — πισσοτήρας — καληνυχτίζω — βοητός — προστυχών — επαλληλία — ράντισμα |
|||