Новогреческий словарь
αντρολόγι
αντρολόγι
το
толпа мужчин; мужичьё
(ирон., разг.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
толпа мужчин
? —
αντρολόγι
как на
(ново)греческом
будет слово
мужичьё
? —
αντρολόγι
как с
(ново)греческого
переводится слово
αντρολόγι
? — толпа мужчин, мужичьё
#
(ново)греческий словарь
—
κατενώπιον
—
ασπροκόκκινος
—
λιπαντήρας
—
είμαι
—
διχοτόμηση
—
ιδιαίτατος
—
λυρισμός
—
σφουγγάρισμα
—
χειροπιαστός
—
ελληνολατρία
—
αριθμογραφία
—
ολιγοχρήματος
—
ξεφαντωμένος
—
φουχτιάζω
—
αυτοπροσωπογραφία
—
εμμέλεια
—
παρίστιο
—
όμμα
—
ξεμώραμα
—
καμπούρης
—
καραγκιοζοπαίχτης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве