Новогреческий словарь
δισυπόστατο
δισυπόστατο
το филос.
двойное бытиё
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
двойное бытиё
? —
δισυπόστατο
как с
(ново)греческого
переводится слово
δισυπόστατο
? — двойное бытиё
#
(ново)греческий словарь
—
αγεληδόν
—
ουδαμού
—
τρατάρω
—
κατιμάς
—
υπόρριζο
—
ανθρωπολόγος
—
χθεσινοβραδινός
—
υποφώσκω
—
ακαπίστρωτος
—
ακριβοπληρώνω
—
βαγκόν-λί
—
κηρήθρα
—
εκτοκαρδία
—
μισοτελειωμένος
—
έψιλον
—
ξεκουκουλώνω
—
ορισμός
—
ματαιοσπουδία
—
εξανίσταμαι
—
διάζωση
—
ειμαρμένη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве