Новогреческий словарь
ιατροδικαστικός
ιατροδικαστικός
судебно-медицинский
;
~ή γνωμάτευση — судебно-медицинское заключение
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
судебно-медицинский
? —
ιατροδικαστικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ιατροδικαστικός
? — судебно-медицинский
#
(ново)греческий словарь
—
εξάπλευρο
—
κατρακυλιστός
—
τριτεγγύησις
—
επιγραμματοποιός
—
παπαδολόγι
—
αναγκάζω
—
μέμφομαι
—
καυλί
—
ραπτική
—
μιλιταριστικός
—
σηματοδοσία
—
ολήμερα
—
νειάτο
—
αμίμητα
—
αρειμανίως
—
κορυφάς
—
κυνηγάρης
—
πολυβολαρχία
—
αντισταθμισμός
—
κομπλιμέντο
—
δισεκατομμυριούχα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве