|
казуистический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово казуистический? — καζουϊστικός как с (ново)греческого переводится слово καζουϊστικός? — казуистический — μεταγνώθω — ανεμοστεγής — τσοντάδικο — διμέτωπος — καταβόθρα — αμισθοδότητος — μωρουδάκι — πρασινωπός — άσοφος — συζυγαρχία — θερμομετρώ — μπατζάκι — αλευρόσακκος — εκπολιορκώ — σιωπηρός — δασύς — φαρμακεία — καρδιοχειρουργός — κοπιώδης — κολόμπα — ρεαλισμός |
|||