|
ο 1) гермафродит; 2) неженка, баба (о мужчине) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гермафродит? — ανδρόγυνης как на (ново)греческом будет слово неженка? — ανδρόγυνης как на (ново)греческом будет слово баба? — ανδρόγυνης как с (ново)греческого переводится слово ανδρόγυνης? — гермафродит, неженка, баба — άμμο — προεισαγοιγικός — εχθρότητα — εξαγορευτής — σημαδεύτρα — αντιλάλημα — αχτύπητος — επανώδεμα — προσωποληπτώ — υπερφορτώνω — παρδαλίζω — γαϊτάνωμα — δυσμετάρλητος — αποπαίδι — απείσμωτος — αγουρίδα — αγκωνωτός — νεκροφάγος — βραχυλογία — άσφαλτος — διανοητικότητα |
|||