Новогреческий словарь
μοναστηρήσιος
μοναστηρήσι|ος
1)
монастырский
;
2)
живущий в монастыре
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
монастырский
? —
μοναστηρήσιος
как на
(ново)греческом
будет слово
живущий в монастыре
? —
μοναστηρήσιος
как с
(ново)греческого
переводится слово
μοναστηρήσιος
? — монастырский, живущий в монастыре
#
(ново)греческий словарь
—
μητρότητα
—
μιμητισμός
—
αμετάβολος
—
λιθανθρακωρύχος
—
στενόμακρος
—
υπεραισθητός
—
αναμφισβήτητος
—
πυροβολώ
—
υπατεία
—
τειχοποιία
—
ατροφώ
—
ίασπις
—
εναπόθεση
—
στροβιλοαντιδραστήρας
—
ανέλκυση
—
πολυανδρια
—
μυριάδα
—
ανάτριψη
—
θεία
—
κοιμίσης
—
εμβαδικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве