|
το кашкавал (сорт сыра) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кашкавал? — κασκαβάλι как с (ново)греческого переводится слово κασκαβάλι? — кашкавал — χαλβατζήδικο — τρώγλη — παγοπέδιλο — ανερμάτιστα — αδευτέριστος — ξινό — ουσιοεξάρτηση — ενδεκαετής — σκόπελος — προλογικός — πρωτοχρονιάτικα — ηγουμενία — παιδάριο — ενδείκτης — κόθορνος — στραβολαγκάδα — αυλακίζω — λεπτογραμμένος — αδικοσκοτωμένος — αιματοβαφής — παραχρήμα |
|||