|
η мочеиспускание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мочеиспускание? — ούρηση как с (ново)греческого переводится слово ούρηση? — мочеиспускание — φαρίνα — ανοπόδοτος — φορμαλίστρια — μονιάζω — σαρμάκο — αρτηρίτιδα — τιμοκρατικός — δωδεκαρίτες — λεπτούτσικος — τσίφ — πύρεξη — ξυλοκαστέλλιο — εκπύρηνος — αλγεβρισμός — Κύριος — αποδιοργάνωση — ψωμοτύρι — ευκατάληπτος — επανεμφανίζομαι — συνεκδοχικώς — εξιστοράω |
|||