|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κατηχητικός? — — κοπανώ — αγναντινός — πηγαδήσιος — βακτηριολογία — λούπα — μπουκωμένος — χαμηλοβλεπούσα — ελίσσω — δόγμα — επινοητικότητα — αλανιάρικος — μειωμένος — σεληνοτοπογραφικός — ασχετοσύνη — αποδομητικός — ορθογώνιος — ποδήρης — ανήλιαστος — αεροναυτίλος — βάβουλας — εξάμηνος |
|||