|
το 1) губа; 2) прям., перен. край (чего-л.); ~ τραύματος — края раны; ως τά χείλη — до краёв; στά χείλη — по краям; στό ~ τού κρημνού — на краю пропасти; στό ~ τής καταστροφής — на краю гибели; === από τά χείλη σου καί στού θεού τ' αφτί — [phrase]твоими устами да мёд бы пить; дай-то бог[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово губа? — χείλος как на (ново)греческом будет слово край? — χείλος как с (ново)греческого переводится слово χείλος? — губа, край — αποτραβιέμαι — κόρη — καστανομάλλης — ρούσος — μισοστρατής — ομοιοπλασία — επεύχομαι — θεσμός — εμβατήριο — αρχαϊκότητα — αντικόβω — τηλεβολοστάσιο — υστεροσκόπιον — εξαφνίζω — συννεφιάζω — απεργιακός — ραβίνος — αφαιρετική — ταχίνι — καρναβαλίστρια — απομυξιάζομαι |
|||
|