Новогреческий словарь
επικράτεια
επικράτεια
η
государство; держава
;
Συμβούλιον ~είας — государственный совет:
εντός τής ελληνικής ~είας — в пределах Греции
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
государство
? —
επικράτεια
как на
(ново)греческом
будет слово
держава
? —
επικράτεια
как с
(ново)греческого
переводится слово
επικράτεια
? — государство, держава
#
(ново)греческий словарь
—
επικαταλλαγή
—
νταμάδος
—
ανθρωπινά
—
πρωράτης
—
πτυσμός
—
ψυχομαχητό
—
γευστικός
—
ανεπίγνωστος
—
φωτοβόλημα
—
σκηνοποιός
—
ψάχνω
—
προμήθεια
—
ιώδης
—
ασανσέρ
—
αγγελοκρίτης
—
φταρνίζομαι
—
χριστεπώνυμος
—
ερωτάρικος
—
απολησμονημένος
—
αποκουφαίνομαι
—
απότιστος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве