|
το деревенский дом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово деревенский дом? — χωριατόσπιτο как с (ново)греческого переводится слово χωριατόσπιτο? — деревенский дом — αστυφυλακή — ξέψυχα — ανθοκράμβη — θεληματίας — εραλδική — θαλασσοπνίχτης — αλεξήλιον — αθεράπευτος — γαργάλι — κνησμώδης — εφαπτομένη — ονείρωξη — υποχρεωμένος — αρνησιστορία — αεροθερμικός — κακοθελήτρια — κοττήσιος — ανεγορά — γύπας — αμετάβλητος — οργανοποιία |
|||