|
το молитвенник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово молитвенник? — προσευχητάρι как с (ново)греческого переводится слово προσευχητάρι? — молитвенник — αποδεσμεύω — σουβλομύτης — πολυβολείο — ειδωλολάτρις — συνταραχτικός — νικελώνω — οικονομικός — μερικό — στραβομάρα — καμένος — ευφυολογώ — εθνοκατάρατος — ελιγμός — μοχθηρία — Μαυρομάτης — πειραματόζωο — τηλεπάθεια — κυρτότητα — κλειδαριά — χρωματοπωλείο — οιναποθήκη |
|||