|
το измеримость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово измеримость? — κοταμετρητό как с (ново)греческого переводится слово κοταμετρητό? — измеримость — αναμετρούμαι — βάρυθυμω — περαταριά — υπτιάζω — χειροκίνητος — ηλεκτρακουστική — απότριψη — επάργυρος — αιμαλωπία — έδεσα — δανέζικος — αφροκοπώ — έμμισθος — γυναίκεια — υποσμία — μυριάποδα — προκοίλι — αποτσιπωσύνη — τυχερή — λεπτοκαρυέλαιον — καστανομάλλης |
|||