|
η вторжение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вторжение? — εισόρμηση как с (ново)греческого переводится слово εισόρμηση? — вторжение — δυτικώς — ορέγομαι — στοκ — αυτοκόλλητος — βουνώδης — ανεπίβλεπτος — ακινητώ — αρμονία — αδούλωτος — ζήτω — γυαλουρίζω — εξιτήριος — αρματωλός — πάκτωση — μαρμιτόνι — προσανατολισμός — γρηπίδα — ψαρωτικά — άχνη — ορνιθοτυφλιά — βεζικάντι |
|||