|
верхом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово верхом? — ιππαστί как с (ново)греческого переводится слово ιππαστί? — верхом — ανθρωπότητα — ώσπου — σπαθισμός — χολοκυστογραφία — αλιπηγή — αθέρμιστος — συγκρατιέμαι — δίζελ — εβενουργική — μάλθα — τσαρίνα — παραστράτισμα — αγνωμονώ — αδιατρύπητος — λιγομίλητος — κλώσσα — βουτυροποιία — συγυρίζω — δερματίτιδα — κροκοσυλλέκτρια — σπουδαιότητα |
|||