Новогреческий словарь
ροπαλοφόρος
ροπαλοφόρ|ος
вооружённый дубинкой
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вооружённый дубинкой
? —
ροπαλοφόρος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ροπαλοφόρος
? — вооружённый дубинкой
#
(ново)греческий словарь
—
εμπνευστής
—
οινοπαραγωγή
—
ακάματος
—
μικροπαντρεύομαι
—
αφωρεσμένος
—
συρματοποιώ
—
γεβεντίζω
—
καθετηρίαση
—
αντιποιούμαι
—
πισωδρόμισμα
—
σεκλετίζω
—
μακροχρονιότητα
—
αλαργεμένα
—
συμβιβαστής
—
μαυρ-
—
μαία
—
πριστήριον
—
επτάρι
—
τριβόλι
—
μισαλλοδοξία
—
αφαίμαξη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве