|
архивный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово архивный? — αρχειακός как с (ново)греческого переводится слово αρχειακός? — архивный — εμβολιασμός — ξωτάρης — αεροκατάποσις — αντιθέτως — αγοροφέρνω — αχωνεψιά — αναμίξ — αποσταθεροποιούμαι — γαστρεκτομή — πλατύβαθμον — βατίστα — κρυσταλλοτεχνία — οριζόντιος — προσαγορεύω — αρεστός — καλαϊτζής — καμηλίσιος — κατάλοιπο — αριστεύω — ξυλοφορτώνω — σμπαράλια |
|||