|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ακουαρέλα? — — πολυτελώς — αθωράκίστος — ροϊτό — φεστόνι — αποφθεγματικά — τρελλαμάρα — ταγγισμένος — φιλοτεχνικός — αυτοδιάθεση — αστρακάς — μόλεμα — στενογράφημα — αναφιλητό — χαλάρωση — ιδιωτισμός — ολόσωμος — στιβαρός — πολυσχιδής — αλυσιτελής — εφελκύω — σκοτείδι |
|||