|
прям., перен. связанный (тж. хим.); είμαι ~ — связанный словом, обещанием #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово связанный? — δεσμευμένος как с (ново)греческого переводится слово δεσμευμένος? — связанный — ενδοθωρακικός — αδιάφορα — μετενσάρκωση — τσιγαρόχαρτο — συκόμορον — κλυδώνισμα — αναφέρω — βίδα — σπάνη — ματαβάφω — αποδέλοιπος — κιούλη — επώνυμος — αναδανεισμός — φαφουτιάζω — στερεοστατικός — πιεστικά — αποφύλλισμα — μαραζιάρης — αερογάμης — ενδύομαι |
|||