|
одно; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово одно? — έν как с (ново)греческого переводится слово έν? — одно — σποριάς — κατάφρακτο — λαιμουδιά — παύση — ανθρωπότητα — μπογιά — πεντόζη — μονόλυκος — πολυύμνητος — ορθοπεδικός — ιθύνοντας — ίλαρχος — χαρτομανία — φορβάς — πασσαλάκι — στιγμιαίος — μάτωμα — σκοπιά — ενώνω — καυσαέριο — σύθαμπο |
|||