Новогреческий словарь
απειροπληθής
απειροπληθ|ής
неисчислимый; бесчисленный
;
~ αριθμός — бесчисленное множество
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
неисчислимый
? —
απειροπληθής
как на
(ново)греческом
будет слово
бесчисленный
? —
απειροπληθής
как с
(ново)греческого
переводится слово
απειροπληθής
? — неисчислимый, бесчисленный
#
(ново)греческий словарь
—
ελαιοδεψία
—
σμαράγδινος
—
αντικαταναλωτικός
—
μάρκο
—
σπερματογόνος
—
χαλκοχοχική
—
ισάξιος
—
δακνομανία
—
επιβιώ
—
μπριάμι
—
μισθουλάκος
—
χαμηλούτσικα
—
φιλοτάραχος
—
αντιζυγισμένος
—
κατάδυση
—
τριγλωσσία
—
δυσθερμαγωγός
—
φουντάρισμα
—
καπιταλισμός
—
χλωρικός
—
φαλλίτιδα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве