|
уст. непромокаемый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово непромокаемый? — αλεξίβροχος как с (ново)греческого переводится слово αλεξίβροχος? — непромокаемый — αξεσπάθωτος — ράντζο — διαπερατός — μεθύστρα — επιφέρων — μυλαύλακας — διαυλακίζω — ανδραγαθικός — μίγμα — λαλούμενα — διαταράσσω — αδράχνω — παράμεσος — ξεπερασμένος — αρτοζαχαροπλαστείο — αυθυπνωτιομός — ίσαμε — ιεροσπουδαστήριον — ανταλλακτικό — τελέσφορος — ξημερώνομαι |
|||