Новогреческий словарь
συμμεσιακάτορας
συμμεσιακάτορας
ο
испольщик
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
испольщик
? —
συμμεσιακάτορας
как с
(ново)греческого
переводится слово
συμμεσιακάτορας
? — испольщик
#
(ново)греческий словарь
—
τάληρο
—
απρόθυμος
—
ατρύπωτος
—
πεντάγλωσσος
—
βαρογράφος
—
αντικαταθλιπτικό
—
πέπτω
—
ανάκυψη
—
νησσοτροφείο
—
μορταντέλλα
—
ταλαιπωρώ
—
γοργοπορω
—
ασυμφώνητος
—
χιμάω
—
δωροληπτώ
—
αβυσσοβενθικός
—
πεντηκοστημόριον
—
κουπιά
—
φαγώσιμο
—
κανάκια
—
αλεξαντρινός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве