|
(-οντος) ο анат. сухожилие; жила (разг.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сухожилие? — τένων как на (ново)греческом будет слово жила? — τένων как с (ново)греческого переводится слово τένων? — сухожилие, жила — ερείδομαι — αστιγμία — τριχόπτωση — μακροκέφαλος — ψιακάτης — ξυπνητήρι — σιτοπαραγωγός — γραφειοκρατία — μεσονύκτιον — κατάστρωμα — δανειοδότηση — ολάκριβος — φωτάω — σχέση — μέσος — υποβίβαση — αντιμωλία — διχονοώ — σβήσιμο — τετρακύλινδρος — κεντρώνω |
|||