|
το 1) воротник; 2) ошейник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово воротник? — περιλαίμιο как на (ново)греческом будет слово ошейник? — περιλαίμιο как с (ново)греческого переводится слово περιλαίμιο? — воротник, ошейник — διπλόη — αλωνιάτικα — σαγήνη — δωδεκαήμερον — εξασθενής — κτητικός — ρηγματάκι — αναστένω — ακαλαπόδιαστος — αλλοφροσύνη — προσκέφαλο — καζανόκαρφο — αρμολογία — φράγκο — ανθηφορία — ταπεινωτικά — ακολουθία — αρκούδι — εστεροποίηση — διαφημίστρια — αυτοενέργεια |
|||