|
το шило #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шило? — τρυπητήρας как с (ново)греческого переводится слово τρυπητήρας? — шило — νεότευκτος — μουστόγρια — μπανίζω — απισχναίνω — τρίγλυφος — εσταντανέ — τρουβάς — παρασκευάζω — βέβαια — ιγνύα — επόχθιον — ζωεμπόριο — εσώψυχος — πτύελο — δεξίωση — νερόβραστος — βροτός — διαθλώ — ευάερος — ασχόλημα — ραντιστός |
|||