Новогреческий словарь
ταξιδάκι
ταξιδάκι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ταξιδάκι
? —
#
(ново)греческий словарь
—
εξέμπλιον
—
τυχαίνω
—
παρατηρητήριο
—
βάραθρο
—
συρρικνώνομαι
—
ταυτότητα
—
αναπόσβεστος
—
στρατοκόπος
—
γιδοτόπι
—
δαιμονισμός
—
απανωταριάζω
—
φύλλο
—
εξηκονταετηρίς
—
δωσίδικος
—
αναμεμιγμένος
—
εύτεκνος
—
αγρονθοκόπητος
—
εντομικός
—
κατσουφιάζω
—
ρονιά
—
πριονοειδής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве