Новогреческий словарь
βεγγαλικός
βεγγαλικός
бенгальский
;
===
~ά φώτα — бенгальские огни
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
бенгальский
? —
βεγγαλικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
βεγγαλικός
? — бенгальский
#
(ново)греческий словарь
—
διευκρινής
—
βροντοκόπημα
—
μυοκαρδιοπάθεια
—
σαρκαστής
—
πεντάπλευρος
—
νεύρωση
—
υπερευαισθησία
—
πετσένιος
—
πρεπόντως
—
σημαία
—
αρμένισμα
—
προσνεύω
—
δημηγορω
—
παλληκαρωσύνη
—
καλοσυστήνω
—
παρέκταση
—
ταμιευτήρας
—
μεντέρι
—
βαδίζω
—
ωσμόμετρο
—
αφκιασίδωτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве