|
ο летописец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово летописец? — χρωματογράφος как с (ново)греческого переводится слово χρωματογράφος? — летописец — δράπανο — εφιστώμαι — ντίβα — πυροπαθής — σεισμόμετρο — ξάπλα — ωστόσο — μαγνητοσκοπώ — ξυλιά — αναστατωμένα — κατηγορούμενος — αβρόμιστος — γυμνώνω — χλωριασμός — ανάμιχτος — μονοκονδυλιά — παρτίδα — δαψίλεια — αντίλαμπρα — κατοικημένος — θεραπεία |
|||